- ὑπέρεισμα
- ὑπέρεισμαunder-propneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρεισμα — είσματος, τὸ, Α [ὑπερείδω] υποστήριγμα … Dictionary of Greek
ὑπερεισμάτων — ὑπέρεισμα under prop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερείσμασι — ὑπέρεισμα under prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερείσμασιν — ὑπέρεισμα under prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερείσματα — ὑπέρεισμα under prop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερείσματι — ὑπέρεισμα under prop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερείσματος — ὑπέρεισμα under prop neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FULMENTUM — in vet. Proverbio apud Varronem, Fulmenta lectum scandunt: fulcrum lecti est, non gradus ad scandendum in lectum ut opingatus est nonnemo. Ab eadem enim origine utrumque, fulcrum et fulmentum. Lucillius apud Nonium, Subicit huic fulcrum,… … Hofmann J. Lexicon universale
σκυτάλιον — τὸ, Α [σκύταλον] υποκορ. 1. μικρή ράβδος 2. μικρός σωλήνας 3. μοχλός με τον οποίο κινείται βαρούλκο 4. υποστήρισμα, υπέρεισμα 5. δόντι οδοντωτού τροχού 6. είδος φυτού … Dictionary of Greek
Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… … Dictionary of Greek